- ανθρωποσωτήριος
- -α, -ο1. αυτός που σώζει ανθρώπους, που προσφέρει βοήθεια σε αυτούς που υποφέρουν2. αυτός που σώζει, που βοηθά την ανθρωπότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + σωτήριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Λόγιο Ερμή].
Dictionary of Greek. 2013.