ανθρωποσωτήριος

ανθρωποσωτήριος
-α, -ο
1. αυτός που σώζει ανθρώπους, που προσφέρει βοήθεια σε αυτούς που υποφέρουν
2. αυτός που σώζει, που βοηθά την ανθρωπότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + σωτήριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Λόγιο Ερμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποσώστης — ο ( σώτειρα, η) 1. ο ανθρωποσωτήριος* 2. ο σωτήρας της ανθρωπότητας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”